Το Αρχείο, απόπειρα ποιητικής προσέγγισης

Μαρία Γεωργιλάκη

Όταν μαζεύτηκαν οι άνθρωποι να ταιριάξουν μεταξύ τους, την αμηχανία σ’ εκείνο το δωμάτιο μπορούσες να την κόψεις με το μαχαίρι. Έπρεπε ο καθένας να πει ποιος είναι και τι έχει κάνει και να δει με ποιον θα δουλέψει. Οι της φιλοσοφίας να αρθρώσουν σαφώς τον εαυτό τους οι της τέχνης να παρουσιάσουν ηλεκτρονικά επί το πλείστον τα έργα τους. Οι καλλιτέχνες είχαν συχνά ερωτήσεις επί του νοήματος και οι φιλόσοφοι απορίες τεχνικής. Ένα ανθρώπινο μείγμα συστολής και επιφύλαξης με την αυτοπεποίθηση εκείνου που έχει κάνει πράγματα και το άγχος αυτού που πρέπει να τα εξηγήσει όλα απ’ την αρχή. Πέρασαν ώρες καθιστοί, μετά πήγαν στην ταράτσα, γύρισαν οι πολλοί ζευγαρωμένοι και για κάποιους τραβήξαμε κλήρο. Έλειπε η Ελένη Φιλιππάκι.
Διακρινόταν μερικές φορές οι αγωνίες των μελών, την ώρα της αναχώρησης κυρίως, εξάλλου δεν είχαν παρά τις εντυπώσεις τους για να στηριχτούν. Οι αγωνίες του επιμελητή πολλές επίσης, θέματα χρόνου, ισορροπίας. Μετά εξαφανιστήκαμε όλοι απ’ τα μάτια των άλλων, τα ζευγάρια άρχισαν να συνεργάζονται.
Την μέρα των εγκαινίων οι καλλιτέχνες έστηναν την ίδια ώρα με τους εργάτες που έβαζαν ακόμα πλακάκια στα μπάνια και τοποθετούσαν την μεταλλική γυριστή σκάλα σκορπώντας μια θαυμάσια βροχή από σπίθες. Η αίσθηση υπέροχη, η διαφορά στην πρόθεση ζωτική. Η Ζωή Παππά είχε ατύχημα με το αμάξι η Ελένη Παπαγεωργίου το ταίρι της Ζωής, την περίμενε αγχωμένη για να στήσουν το έργο τους. Δεν τα κατάφεραν να μου δώσουν συνέντευξη. Με τον Αντώνη, ενώ είμαστε μαζί πολύ δεν προλαβαίναμε να πούμε τίποτα πέρα από τα διαδικαστικά.
Τα εγκαίνια ήταν μια υπόθεση απρόσμενα κενή πόζας, υπεροψίας και επιθετικότητας. Σε μια μικρή περιφερειακή χώρα σαν τη δική μας, αναζωογονητικό ήταν που η τέχνη μας δεν έχει ανάγκη (ακόμα) να μπαλώσει τον διαβρωμένο κοινωνικό ιστό και να κρατήσει το απελπισμένο αρχείο της ανωνυμίας- βλέπε χιλιάδες πολαρόιντ περαστικών και τηλεφωνικούς καταλόγους.
Την επομένη ακόμα πιο πολύς κόσμος μπήκε οι περισσότεροι απ’ αυτούς πήγαιναν δίπλα, στο πάρτυ γνωστής δωρεάν εφημερίδας. Υπήρχαν άνθρωποι που δεν είχαν καμία σχέση με τα εικαστικά που με ειλικρινή επιθυμία να καταλάβουν ρωτούσαν εκείνους που είχαν σχέση με την έκθεση. Η επιθυμία του καλλιτέχνη όπως την εξέφρασε ο Κωνσταντίνος (Παπαδούκας). Άνθρωποι προβληματίστηκαν και πήραν μαζί τους ένα ξεβόλεμα φεύγοντας. Είμαι και γλύπτρια, μου ’πε η Άννα η Λάγιου. «Μας οδηγεί το υλικό.» « Το έργο μας είναι χώρος μη καθορισμένος.» Η τέχνη επαναπροσδιορίζει τη σχέση με τον χώρο και τον χρόνο αναμετριέται με τις συμβάσεις με τις οποίες προσεγγίζουμε το ορατό και το αόρατο. Και τις εγκαθιστά. Η ευγνωμοσύνη γι’ αυτό έκανε τους ορθόδοξους να ασπάζονται το ξύλο και τον Καρλομάγνο να γελάει με την ψυχή του στη θέα τους.
Το να συνεργαστούν εικαστικοί με φιλοσόφους φέρνει πάλι την καημένη την τέχνη στο έλεος του λόγου κι είναι ένα θέμα αυτό. Πρέπει άραγε να αναγνωρίσουμε τη γλώσσα ως των ερμηνευτή όλων των συστημάτων; Είχαν πολύ ενδιαφέρον ο Κωνσταντίνος (Παπαδούκας) με την Ελένη Λεοντσίνη σ’ αυτό. Εκείνη μου ’πε ότι τον προσηλύτισε κι εκείνος πως βρήκε φράσεις γι’ αυτό που πάντα σκεφτόταν. Η πρωτοπορία (Φουκώ πχ) είδε τη γλώσσα ως παραγωγό και όριο του νοήματος και όχι ως εργαλείο που το εκφράζει.
Στη Γαλλία μετά τον πόλεμο υπό τη διεύθυνση του ιστορικού Μπρωντέλ και την κατόπιν ενεργή συμβολή του ανθρωπολόγου Λέβι-Στρως δημιουργήθηκε ένα σημαντικό ερευνητικό κέντρο από το οποίο το 1975 ξεκόλλησε ένα τμήμα που έγινε η Ανώτατη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών (Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales) . Ίσως ο σημαντικότερος θεσμός στη Γαλλία όπου καινούριοι όροι (μη συμβαντική Ιστορία) και πρωτοποριακοί μέθοδοι της διδασκαλίας της Ιστορίας εφαρμόστηκαν και σ’ άλλους τομείς. Εθνολόγοι προσέγγισαν με καινούριο τρόπο τις Επιστήμες του Ανθρώπου και μέθοδοι από τη μία πειθαρχία χρησιμοποιήθηκαν για να συστηματοποιήσουν νέες προσεγγίσεις σε άλλες. Αυτό που έκαναν κάποτε ονομάστηκε διεπιστημονικότητα.
Εκεί για παράδειγμα (όπως κι ο Κούντερα και ο Καστοριάδης και ο Ντεριντά) δίδαξε για πολλά χρόνια τη Θεωρία της Τέχνης ο Ουμπέρ Νταμίς που το 1974 έγραφε για μια προσέγγιση της Τέχνης στο επίπεδο της αίσθησης «ως ένα σύστημα αντιληπτικών μονάδων» και προέτρεπε πατώντας πάνω σε θεμελιώδεις γλωσσολογικές έννοιες του Ντε Σωσυρ και στην Ερμηνεία των Ονείρων του Φρόιντ να σκεφτούμε αυτές τις μονάδες «σημειωτικά ως ψυχοσωματικό τρόπο άμεσης λήψης».
Το κύμα της Άννας (Τσουλούφη-Λάγιου) και της Θεώνης (Φωτοπούλου) δεν το κατάλαβα ως κατασκευή τόσο πολύ όσο γοητεύτηκα από την ιδέα να μπω κυριολεκτικά κάτω από το κείμενο. Έτσι δημιουργήθηκαν πάλι στο μυαλό μου οι γνωστοί προβληματισμοί για τα υλικά στην εποχή της ταύτισης της Τέχνης με την φιλοσοφία της. Όμως υπάρχουν φαίνεται ακόμα μεγάλες απαιτήσεις σ’ άλλο επίπεδο. (Η Μαριάννα ήταν συγκινητική στον τρόπο που εξέφρασε την κούραση της για τον ανταγωνισμό στα τελευταίας τεχνολογίας εργαλεία .) Για να διαβάσω το κείμενο του Μπαρίκο έπρεπε να πάρω μια πολύ περίεργη στάση κι αυτό μ’ άρεσε. Σκεφτόμουνα κάτι ψηφιδωτά πατώματα σε ναούς του έκτου μΧ αιώνα που οι αναπαραστάσεις ήταν έτσι φτιαγμένες ώστε να προκαλούν το χάσιμο της ισορροπίας Το έργο τέχνης μπορεί να σου ζητάει ν’ ανακαλέσεις εμπειρίες ασυνείδητα τυπωμένες, να επιστρατεύσεις διαφορετικά καθημερινές πρακτικές, να κληθείς να βιώσεις το υποκατάστατο ενός βιώματος.
Την πρόσληψη του έργου τέχνης ως σωματική εμπειρία, σκεφτόμουν καθώς έμπαινα κυριολεκτικά μέσα στο έργο της Αιμιλίας στο υπόγειο.
Στον τοίχο ήταν γραμμένο + χωρώ κι έκατσα να σκέφτομαι πάλι για τη γλώσσα. Τα έργα είχανε τιτλοφορηθεί σε Αγγλικά κι Ελληνικά κι είχα ρωτήσει τον Αντώνη εκείνο το πρωί γιατί είχαν διαλέξει στο έργο τους το απόσπασμα του Θερβάντες να’ ναι στα Αγγλικά. Είπε πως έτσι ήταν πιο εύηχο. Θυμάμαι του ’κανα ένα αστείο για τη γλώσσα της Αυτοκρατορίας. Μα δεν είναι καθόλου αστείο.
Τα Αγγλικά ως παγκόσμια γλώσσα έχουν μια καταστροφική πλευρά όταν εξάγονται. Σε συνδυασμό με την επιθυμία των άλλων λαών να ’ναι ηλεκτρονικά και τεχνολογικά ενήμεροι, μπορούν και προκαλούν ένα καινούριο είδος αναλφαβητισμού. Ο αγώνας για (intelligibility) να γίνεις κατανοητός και η άρθρωση της ανεξαρτησίας είναι όχι μόνο πολιτισμικός αλλά και πολιτικός. Αν ισχύει για τους Άραβες όπως τα ’πε ο Σαίντ στον «Οριενταλισμό» ισχύει και για τους Έλληνες.
Και με τον ίδιο τρόπο είναι πολύ δύσκολο να ’σαι πρωτότυπος όταν τα μαθαίνεις όλα με καθυστέρηση χρόνων την ώρα που όπως μου είπε άτομο από το blind date υπάρχουν πανεπιστημιακοί στην Ελλάδα, οπαδοί του Καντ που το 2008 δεν αναγνωρίζουν πως υπήρξε Καστοριάδης.
Σύντομα θα συμπληρωθεί ένας χρόνος από το θάνατο του Ζαν Μπωντριγιάρ, του φιλόσοφου που μίλησε για την ακύρωση της πραγματικότητας από την εικόνα της. Στέκομαι μπροστά στο έργο της Μαριάννας και του Δούκα. Ο φίλος που είναι μαζί μου χαρούμενος με το έργο βλέπει μέσα κάτι που τον κάνει να μιλάει για τους γονιούς μας μες στων οποίων τα όνειρα είμαστε κρατούμενοι. Ο Μπωντριγιάρ αναγγέλλει την ακύρωση της τέχνης, της πολιτικής της φιλοσοφίας και της σεξουαλικής επιθυμίας καθώς διαρρήξαμε τα διακριτά όρια τους και σωριάστηκαν το ένα πάνω στο άλλο. Με την απειροελάχιστη αλλά καταλυτική χειρονομία του Ντυσάν η κοινοτυπία του κόσμου αισθητικοποιήθηκε και ακυρώθηκε η τέχνη αφού δεν είναι πια το αντίπαλο δέος της πραγματικότητας. Το σαλονάκι των γονιών μας σε έκθεση.
Με το Γουόρχωλ δια μιας τα εμπορεύματα, τα αντικείμενα και τα σημεία (signs) έγιναν ιερά. Η απομίμηση, η αναπαράσταση, το ευτελές, καθαγιάστηκαν, όλες οι φόρμες μετεγγράφηκαν με αισθητικούς όρους. Ο κόσμος ολόκληρος έγινε ένα ready made. Η Δύση κατάφερε όχι μόνο να εμπορευματοποιήσει τα πάντα, αλλά και να τα οπτικοποιήσει. Η υπέρ ορατότητα (hyper visibility) κατάστρεψε την όραση. Οι πολιτικοί, η τέχνη και οι διανοούμενοι ανακυκλώνουν αναπαραστάσεις σε καθεστώς πλήρους απαξίωσης, και συμβιβασμού. Κι αφού δεν υπάρχουν στεγανά όρια σε τίποτα κάθε σφαίρα χάνει την αυτονομία της και επικρατεί μια συγκεχυμένη κατάσταση που αποκλείει την αξιολόγηση.
Αυτό που ο Μπωντριγιάρ κατήγγειλε ως την «συνομωσία της Τέχνης» είναι πως αφότου ο Γουόρχωλ έκανε την ασημαντότητα καλλιτεχνικό γεγονός η σύγχρονη τέχνη εκμεταλλεύεται την κατάργηση οποιουδήποτε αισθητικού κριτηρίου, την σύγχυση και την αμηχανία του θεατή που ευπειθώς υποδέχεται την καλλιτεχνική παραγωγή κρύβοντας την αμηχανία μπροστά στην κενότητα και τις ενοχές του που δεν καταλαβαίνει τίποτα ενώ ουσιαστικά δεν υπάρχει τίποτα να καταλάβεις. Ο κόσμος της Τέχνης είναι λέει ένα κλειστό σύστημα που συγχαίρει τον εαυτό του, είναι αυτοαναφορικό και συντηρείται από γκαλλερί κριτικούς και κοινό που δεν έχει άλλη επιλογή από το να ισχυριστεί πως έχει μυηθεί.
Αν δεχτούμε τη θέση του φιλόσοφου των επικοινωνιακών μέσων Μάρσαλ Μακ Λούαν, του κυρίου «το μέσο είναι το μήνυμα», σύμφωνα με την οποία οι κοινωνικές σχέσεις διαμορφώνονται από τις μορφές επικοινωνίας που χρησιμοποιεί μια κοινωνία, το interface μπορεί να ναι το χάσιμο μέσα στις δαιδαλώδεις διακλαδώσεις της λογικής του αντιγράφου. Εγώ κρατάω τη γιορταστική φωνή της Αιμιλίας (Παπαφιλίππου) που έλεγε πως όχι μόνο δεν αναιρείται το ανθρώπινο αλλά του χαρίζεται μέσα σ’ αυτό το σύστημα μια καινούρια πρωτόγνωρη προσβασιμότητα, μια καινούρια δυκτιακή συνείδηση.
Ίσως κι αυτό το κείμενο όπως κι ό,τι γράφτηκε μέσα στο blind date να εντάσσεται στην απόπειρα να προσεγγίσουμε με τη μέθοδο της επιστήμης, να κάνουμε τη βιοψία του καλλιτεχνικής παραγωγής, ν’ αναλύσουμε, να εν-νοήσουμε, να συλλάβουμε διανοητικά την καλλιτεχνική πράξη σ’ ένα οριοθετημένο, προστατευμένο χώρο. Απέναντι της στάθηκε η Φιλοσοφία που άλλοτε έμοιαζε να δέχεται την πρόκληση να ζυμωθεί με την καθημερινή τριβή, με την ακατέργαστη εμπειρία κι άλλοτε έπαιρνε αποστάσεις ως ένα κλειστό σύστημα που δεν μπορεί ν’ ανταπεξέλθει αντιμέτωπη με τη ροή των πραγμάτων. Τ’ αποτελέσματα της Φιλοσοφίας «είναι καθολικά και δεν έχουν τίποτα να πουν για τη ζωή», ή «κάθε πράγμα έχει τη (Φ)φιλοσοφία του», όπως είπαν οι άνθρωποι της.
Όμως, ακόμα κι αν και η Φιλοσοφία και η Τέχνη μπορεί να κατηγορηθούν πως βομβαρδίζουν το πραγματικό με τις αναπαραστάσεις του και μας απομακρύνουν απ’ αυτό σαν αυταπάτη, κι αν υπάρχει όντως μια κατεστημένη συνωμοσία κενότητας, για τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές, το blind date όπως είπε ο Νίκος ο Ταγκούλης ήταν « ένα μικρό αλλά τίμιο παράδειγμα αυτού που θα μπορούσε να’ ναι». Οι φιλίες που δημιουργήθηκαν που δεν θ’ αφορούσαν άμεσα κανένα, έκτος από τους φίλους, δεν είναι παρά άλλη μια παράμετρος της ειλικρίνειας αυτού του εγχειρήματος, που στάθηκε δειλά και γενναία μαζί μπροστά σ’ όλο τον κόσμο που πέρασε από μπροστά του, μυημένους κι αμύητους.
Αυτού του είδους οι προσπάθειες, που δεν είναι «καπελωμένες» όπως είπε η Ελένη η Φιλιππάκι από το απανταχού σύστημα των γκλαμουράτων τεχναθρώπων κρατάνε την πίστη στον καλλιτέχνη και στο έργο του δυνατή. Σ’ αυτόν που διαβλέπει ευκαιρία για εξερεύνηση εκεί που οι άλλοι βλέπουν απειλή, μέσα στον κόσμο του και στο δικό μας. Κι είναι κάτι πολύ περισσότερο από εμπειρία. Είναι μέθοδος.
Χανιά, 2008-03-17

1 σχόλια:

Anonymous said...

Οταν πολλοί "σημαντικοί" στοχαστές μαζέυονται σε έναν χώρο το αποτέλεσμα ίσως να είναι λυπηρό,ή χαμένο κάπου στη μετάφραση όπως διαπίστωσα μόλις στο έξοχα πυκνογραμμένο κείμενο της Μαριας Γεωργιλάκη,Ποτε η αληθινή σκέψη δεν ήταν προιόν μαζικής παραγωγής μιας ομάδας κεφαλών, το απέδειξε εξαλλου και η μεγάλη Γαλλική επανάσταση το 1794.Να που το "τυφλο ραντευού" περι τέχνης περναει ξυστά απο το να γίνει ένα κανονικό ραντευού (που είναι και το ζητούμενο εξάλλου.) Χρήστος Χ ,Θεοφιλάτος